Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πέρᾱθεν
περαίᾱ
περαίνω
περαιόθεν
περαῖος
περαιόω
περαίτερος
περαίωσις
Πέραμος
πέρᾱν
περαντικός
περάπτω
πέρας
πέρασα
περᾱ́σιμος
πέρᾱσις
περάτη
περατοειδής
περᾱτός
περάω
περβέβαται
View word page
περαντικός
περαντικόςή όνadjπεραίνωof a politiciangood at bringing things to a conclusionconclusive, effectiveAr.

ShortDef

conclusive, logical

Debugging

Headword:
περαντικός
Headword (normalized):
περαντικός
Headword (normalized/stripped):
περαντικος
IDX:
31952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31953
Key:
περαντικός

Data

{'headword_display': '<b>περαντικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περαντικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>περαίνω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a politician</Indic><Def>good at bringing things to a conclusion</Def><Tr>conclusive, effective</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περαντικός'}