Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περάᾱν
περάᾱν
περἁγείς
πέρᾱθεν
περαίᾱ
περαίνω
περαιόθεν
περαῖος
περαιόω
περαίτερος
περαίωσις
Πέραμος
πέρᾱν
περαντικός
περάπτω
πέρας
πέρασα
περᾱ́σιμος
πέρᾱσις
περάτη
περατοειδής
View word page
περαίωσις
περαίωσιςεωςfπεραιόω passage acrossa sea, by troopsPlu.

ShortDef

a carrying over

Debugging

Headword:
περαίωσις
Headword (normalized):
περαίωσις
Headword (normalized/stripped):
περαιωσις
IDX:
31949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31950
Key:
περαίωσις

Data

{'headword_display': '<b>περαίωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περαίωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>περαιόω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>passage across<Expl>a sea, by troops</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περαίωσις'}