Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄβρεκτος
ἀβρῑθής
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβρόγοος
ἁβροδίαιτος
ἁβροκόμᾱς
ἄβρομος
ἁβροπάρθενος
ἁβροπενθής
ἁβρόπηνος
ἁβρόπλουτος
ἁβρός
ἁβροσύνη
ἀβροτάζω
ἁβρότης
ἁβρότῑμος
ἄβροτος
ἁβροχίτων
ἄβροχος
ἁβρῡ́νω
View word page
ἁβρόπηνος
ἁβρόπηνοςadjseeἁβρότῑμος

ShortDef

of delicate texture

Debugging

Headword:
ἁβρόπηνος
Headword (normalized):
ἁβρόπηνος
Headword (normalized/stripped):
αβροπηνος
IDX:
3190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3191
Key:
ἁβρόπηνος

Data

{'headword_display': '<b>ἁβρόπηνος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἁβρόπηνος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἁβρότῑμος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἁβρόπηνος'}