Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκόσιοι
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
πεντηκοστήρ
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντήρης
πέντοζος
πεντώβολον
πεντώρυγος
πέος
πέπᾱγα
πεπαθυῖα
πεπαιδευμένως
πεπαίνω
πεπαίτερος
πεπάλαγμαι
πεπαλάχθαι
View word page
πέντ-οζος
πέντ-οζοςοιοep.fὄζος five-brancherref. to the human handHes.

ShortDef

with five branches

Debugging

Headword:
πέντοζος
Headword (normalized):
πέντοζος
Headword (normalized/stripped):
πεντοζος
IDX:
31882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31883
Key:
πέντοζος

Data

{'headword_display': '<b>πέντ-οζος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πέντ-οζος</HL><Infl>οιο</Infl><PS>ep.f</PS><Ety><Ref>ὄζος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>five-brancher<Expl>ref. to the human hand</Expl></Tr><Au>Hes.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πέντοζος'}