Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πεντηκοντήρ
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκόσιοι
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
πεντηκοστήρ
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντήρης
πέντοζος
πεντώβολον
πεντώρυγος
πέος
πέπᾱγα
πεπαθυῖα
πεπαιδευμένως
πεπαίνω
View word page
πεντηκοστός
πεντηκοστόςή όνnum.adjπεντήκονταof a yearfiftiethTh. Arist. Plb. Plu.of a person, in a seriesPl.

ShortDef

fiftieth

Debugging

Headword:
πεντηκοστός
Headword (normalized):
πεντηκοστός
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοστος
IDX:
31879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31880
Key:
πεντηκοστός

Data

{'headword_display': '<b>πεντηκοστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πεντηκοστός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>num.adj</PS><Ety><Ref>πεντήκοντα</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a year</Indic><Tr>fiftieth</Tr><Au>Th. Arist. Plb. Plu.</Au><aS2><Indic>of a person, in a series</Indic><Au>Pl.</Au></aS2></aS1> </AE>', 'key': 'πεντηκοστός'}