Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πεντηκόντερος
πεντηκοντήρ
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκόσιοι
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
πεντηκοστήρ
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντήρης
πέντοζος
πεντώβολον
πεντώρυγος
πέος
πέπᾱγα
πεπαθυῖα
πεπαιδευμένως
View word page
πεντηκοστο-λόγος
πεντηκοστο-λόγος ουmπεντηκοστόςλέγω collector of two-percent dutyon imports and exportscustoms officerD.

ShortDef

a collector of the tax

Debugging

Headword:
πεντηκοστολόγος
Headword (normalized):
πεντηκοστολόγος
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοστολογος
IDX:
31878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31879
Key:
πεντηκοστολόγος

Data

{'headword_display': '<b>πεντηκοστο-λόγος </b>', 'content': '<NE><HG><HL>πεντηκοστο-λόγος </HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>πεντηκοστός</Ref><Ref>λέγω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>collector of two-percent duty<Expl>on imports and exports</Expl></Def><Tr>customs officer</Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πεντηκοστολόγος'}