Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πεντηκονταρχέω
πεντηκονταρχίᾱ
πεντηκόνταρχος
πεντηκόντερος
πεντηκοντήρ
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκόσιοι
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
πεντηκοστήρ
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντήρης
πέντοζος
πεντώβολον
πεντώρυγος
πέος
View word page
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστεύομαιmid.vbπεντηκοστός pay duty of two percenton importsD.pass.of importsbe liable to a two-percent dutyD.

ShortDef

to be charged with the tax

Debugging

Headword:
πεντηκοστεύομαι
Headword (normalized):
πεντηκοστεύομαι
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοστευομαι
IDX:
31875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31876
Key:
πεντηκοστεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>πεντηκοστεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πεντηκοστεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>πεντηκοστός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>pay duty of two percent<Expl>on imports</Expl></Tr><Au>D.</Au><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of imports</Indic><Def>be liable to a two-percent duty</Def><Au>D.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'πεντηκοστεύομαι'}