Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πεντηκονταετής
πεντηκοντακαιτριετής
πεντηκοντακέφᾱλος
πεντηκοντάπαις
πεντηκονταρχέω
πεντηκονταρχίᾱ
πεντηκόνταρχος
πεντηκόντερος
πεντηκοντήρ
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκόσιοι
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
πεντηκοστήρ
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
πεντήρης
View word page
πεντηκοντ-όργυιος
πεντηκοντ-όργυιοςονadjὄργυια of a lakemeasuring fifty fathomsin depthHdt.

ShortDef

fifty fathoms deep, high, long

Debugging

Headword:
πεντηκοντόργυιος
Headword (normalized):
πεντηκοντόργυιος
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοντοργυιος
IDX:
31871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31872
Key:
πεντηκοντόργυιος

Data

{'headword_display': '<b>πεντηκοντ-όργυιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πεντηκοντ-όργυιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὄργυια</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a lake</Indic><Tr>measuring fifty fathoms<Expl>in depth</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πεντηκοντόργυιος'}