Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πεντηκοντάδραχμος
πεντηκονταετής
πεντηκοντακαιτριετής
πεντηκοντακέφᾱλος
πεντηκοντάπαις
πεντηκονταρχέω
πεντηκονταρχίᾱ
πεντηκόνταρχος
πεντηκόντερος
πεντηκοντήρ
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκόσιοι
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
πεντηκοστήρ
πεντηκοστολόγος
πεντηκοστός
πεντηκοστύς
View word page
πεντηκοντό-γυος
πεντηκοντό-γυοςονadjγύης of an estateof fifty measuresfifty-acreIl.

ShortDef

of fifty acres of grain-land

Debugging

Headword:
πεντηκοντόγυος
Headword (normalized):
πεντηκοντόγυος
Headword (normalized/stripped):
πεντηκοντογυος
IDX:
31870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31871
Key:
πεντηκοντόγυος

Data

{'headword_display': '<b>πεντηκοντό-γυος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πεντηκοντό-γυος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γύης</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an estate</Indic><Def>of fifty measures</Def><Tr>fifty-acre</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πεντηκοντόγυος'}