Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πεντετηρίς
πεντέτης
πεντήκοντα
πεντηκοντάδραχμος
πεντηκονταετής
πεντηκοντακαιτριετής
πεντηκοντακέφᾱλος
πεντηκοντάπαις
πεντηκονταρχέω
πεντηκονταρχίᾱ
πεντηκόνταρχος
πεντηκόντερος
πεντηκοντήρ
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκόσιοι
πεντηκοστεύομαι
πεντηκοστή
πεντηκοστήρ
View word page
πεντηκόντ-αρχος
πεντηκόντ-αρχοςουmἄρχω title of an officer on a trireme, subordinate to the trierarch; perh. orig. title of commander of a penteconterpentecontarchX. D.

ShortDef

the commander of fifty men

Debugging

Headword:
πεντηκόνταρχος
Headword (normalized):
πεντηκόνταρχος
Headword (normalized/stripped):
πεντηκονταρχος
IDX:
31867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31868
Key:
πεντηκόνταρχος

Data

{'headword_display': '<b>πεντηκόντ-αρχος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πεντηκόντ-αρχος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἄρχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>title of an officer on a trireme, subordinate to the trierarch; perh. orig. title of commander of a penteconter</Indic><Tr>pentecontarch</Tr><Au>X. D.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'πεντηκόνταρχος'}