Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πεντεσῡ́ριγγος
πεντετάλαντος
πεντετηρίς
πεντέτης
πεντήκοντα
πεντηκοντάδραχμος
πεντηκονταετής
πεντηκοντακαιτριετής
πεντηκοντακέφᾱλος
πεντηκοντάπαις
πεντηκονταρχέω
πεντηκονταρχίᾱ
πεντηκόνταρχος
πεντηκόντερος
πεντηκοντήρ
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντόργυιος
πεντηκόντορος
πεντηκοντούτης
πεντηκόσιοι
πεντηκοστεύομαι
View word page
πεντηκονταρχέω
πεντηκονταρχέωcontr.vbπεντηκόνταρχος serve as pentecontarchD.

ShortDef

to be πεντηκόνταρχος

Debugging

Headword:
πεντηκονταρχέω
Headword (normalized):
πεντηκονταρχέω
Headword (normalized/stripped):
πεντηκονταρχεω
IDX:
31865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31866
Key:
πεντηκονταρχέω

Data

{'headword_display': '<b>πεντηκονταρχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πεντηκονταρχέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>πεντηκόνταρχος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>serve as pentecontarch</Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πεντηκονταρχέω'}