Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πεντεκαιτριᾱκοντούτης
πεντεπάλαστος
πεντέπους
πεντεσπίθαμος
πεντεσῡ́ριγγος
πεντετάλαντος
πεντετηρίς
πεντέτης
πεντήκοντα
πεντηκοντάδραχμος
πεντηκονταετής
πεντηκοντακαιτριετής
πεντηκοντακέφᾱλος
πεντηκοντάπαις
πεντηκονταρχέω
πεντηκονταρχίᾱ
πεντηκόνταρχος
πεντηκόντερος
πεντηκοντήρ
πεντηκοντόγυος
πεντηκοντόργυιος
View word page
πεντηκονταετής
πεντηκονταετήςadjπεντηκονταέτιςfem.adjseeπεντηκοντούτης

ShortDef

fifty years old

Debugging

Headword:
πεντηκονταετής
Headword (normalized):
πεντηκονταετής
Headword (normalized/stripped):
πεντηκονταετης
IDX:
31861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31862
Key:
πεντηκονταετής

Data

{'headword_display': '<b>πεντηκονταετής</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πεντηκονταετής</HL><PS>adj</PS></HG><HG><HL>πεντηκονταέτις</HL><PS>fem.adj</PS></HG><XR>see<Ref>πεντηκοντούτης</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πεντηκονταετής'}