Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πεντείκοντα
πεντεκαίδεκα
πεντεκαιδεκανᾱίᾱ
πεντεκαιδεκατάλαντος
πεντεκαιδέκατος
πεντεκαιδεκήρης
πεντεκαιδεχήμερος
πεντεκαιεικοστός
πεντεκαιπεντηκοντούτης
πεντεκαιτριᾱκοντούτης
πεντεπάλαστος
πεντέπους
πεντεσπίθαμος
πεντεσῡ́ριγγος
πεντετάλαντος
πεντετηρίς
πεντέτης
πεντήκοντα
πεντηκοντάδραχμος
πεντηκονταετής
πεντηκοντακαιτριετής
View word page
πεντε-πάλαστος
πεντε-πάλαστοςor-πάλαιστοςονadjπαλαστή or παλαιστήof a spear-blade, a holemeasuring four palmsin length, depthX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεντεπάλαστος
Headword (normalized):
πεντεπάλαστος
Headword (normalized/stripped):
πεντεπαλαστος
IDX:
31852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31853
Key:
πεντεπάλαστος

Data

{'headword_display': '<b>πεντε-πάλαστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πεντε-πάλαστος<VL><Lbl>or</Lbl><FmHL>-πάλαιστος</FmHL></VL></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παλαστή</Ref> or <Ref>παλαιστή</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a spear-blade, a hole</Indic><Tr>measuring four palms<Expl>in length, depth</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πεντεπάλαστος'}