Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πένθεια
πενθερός
πενθέω
πένθημα
πενθήμερον
πενθημιπόδιος
πενθήμων
πενθήρης
πενθητήρ
πενθητήριος
πενθικῶς
πένθιμος
πένθος
πενίᾱ
πενιχρός
πένομαι
πεντάδραχμος
πεντάεθλον
πενταετηρίς
πενταετής
πενταετίᾱ
View word page
πενθικῶς
πενθικῶςadvπένθος mournfullyX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πενθικῶς
Headword (normalized):
πενθικῶς
Headword (normalized/stripped):
πενθικως
IDX:
31807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31808
Key:
πενθικῶς

Data

{'headword_display': '<b>πενθικῶς</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>πενθικῶς</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>πένθος</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>mournfully</Tr><Au>X.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'πενθικῶς'}