Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀβοᾱτί
ἀβοήθητος
ἀβολέω
ἄβολος
ἀβουκόλητος
ἀβουλέω
ἀβούλητος
ἀβουλίᾱ
ἄβουλος
ἀβούτης
ἁβρά
ἅβρᾱ
ἄβρεκτος
ἀβρῑθής
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβρόγοος
ἁβροδίαιτος
ἁβροκόμᾱς
ἄβρομος
ἁβροπάρθενος
View word page
ἁβρά
ἁβράneut.pl.advsee underἁβρός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁβρά
Headword (normalized):
ἁβρά
Headword (normalized/stripped):
αβρα
IDX:
3178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3179
Key:
ἁβρά

Data

{'headword_display': '<b>ἁβρά</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἁβρά</HL><PS>neut.pl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>ἁβρός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἁβρά'}