Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀβληχρός
ἀβοᾱτί
ἀβοήθητος
ἀβολέω
ἄβολος
ἀβουκόλητος
ἀβουλέω
ἀβούλητος
ἀβουλίᾱ
ἄβουλος
ἀβούτης
ἁβρά
ἅβρᾱ
ἄβρεκτος
ἀβρῑθής
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβρόγοος
ἁβροδίαιτος
ἁβροκόμᾱς
ἄβρομος
View word page
ἀ-βούτης
ἀ-βούτηςεωIon.mone who does not have an oxappos.w. ἀνήρHes.

ShortDef

without oxen

Debugging

Headword:
ἀβούτης
Headword (normalized):
ἀβούτης
Headword (normalized/stripped):
αβουτης
IDX:
3177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3178
Key:
ἀβούτης

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-βούτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀ-βούτης</HL><Infl>εω</Infl><PS>Ion.m</PS></HG><nS1><Tr>one who does not have an ox<Expl>appos.w. <Ref>ἀνήρ</Ref></Expl></Tr><Au>Hes.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀβούτης'}