Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Πελιᾱοφόνος
Πελίᾱς
πελιδνόομαι
πελιός
πελιτνός
πελίχνᾱ
πέλλα
πελλίς
πέλλος
πέλμα
πέλομαι
Πελοπόννησος
Πέλοψ
πέλτᾱ
πελτάζω
πελτάριον
πελταστής
πελταστικός
πέλτη
πελτοφόρος
πελῶ
View word page
πέλομαι
πέλομαιmid.vbseeπέλω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πέλομαι
Headword (normalized):
πέλομαι
Headword (normalized/stripped):
πελομαι
IDX:
31758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31759
Key:
πέλομαι

Data

{'headword_display': '<b>πέλομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πέλομαι</HL><PS>mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>πέλω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πέλομαι'}