Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Πεληάδες
Πελιᾱοφόνος
Πελίᾱς
πελιδνόομαι
πελιός
πελιτνός
πελίχνᾱ
πέλλα
πελλίς
πέλλος
πέλμα
πέλομαι
Πελοπόννησος
Πέλοψ
πέλτᾱ
πελτάζω
πελτάριον
πελταστής
πελταστικός
πέλτη
πελτοφόρος
View word page
πέλμα
πέλμαατοςnsoleof a shoePlb.

ShortDef

sole of the foot

Debugging

Headword:
πέλμα
Headword (normalized):
πέλμα
Headword (normalized/stripped):
πελμα
IDX:
31757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31758
Key:
πέλμα

Data

{'headword_display': '<b>πέλμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πέλμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG><nS1><Tr>sole<Expl>of a shoe</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πέλμα'}