Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀβλαβίη
ἀβλεπτέω
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχρός
ἀβοᾱτί
ἀβοήθητος
ἀβολέω
ἄβολος
ἀβουκόλητος
ἀβουλέω
ἀβούλητος
ἀβουλίᾱ
ἄβουλος
ἀβούτης
ἁβρά
ἅβρᾱ
ἄβρεκτος
ἀβρῑθής
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
View word page
ἀβουλέω
ἀβουλέωcontr.vbἄβουλος have no intention w.inf.of doing sthg.Pl.

ShortDef

to be unwilling

Debugging

Headword:
ἀβουλέω
Headword (normalized):
ἀβουλέω
Headword (normalized/stripped):
αβουλεω
IDX:
3173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3174
Key:
ἀβουλέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀβουλέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀβουλέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἄβουλος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>have no intention</Tr> <Cmpl><GLbl>w.inf.</GLbl>of doing sthg.<Au>Pl.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀβουλέω'}