Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πειρητίζω
πείρινθα
πείρω
πεῖσα
πεισθήσομαι
πεισίβροτος
πεισιχάλῑνος
πεῖσμα
πείσομαι
πείσομαι
πειστήριος
πειστικός
πεκτέω
πέκω
πελαγίζω
πελάγιος
πέλαγος
πελάζω
πελάθω
πελᾶν
πελανός
View word page
πειστήριος
πειστήριοςᾱ ονadjπείθω of argumentspersuasiveE.

ShortDef

persuasive

Debugging

Headword:
πειστήριος
Headword (normalized):
πειστήριος
Headword (normalized/stripped):
πειστηριος
IDX:
31714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31715
Key:
πειστήριος

Data

{'headword_display': '<b>πειστήριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πειστήριος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πείθω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of arguments</Indic><Tr>persuasive</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πειστήριος'}