Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πειρασμός
πειραστικός
πειρᾱτήρια
πειρᾱτής
πειρᾱτικός
πειράω
πειρήνᾱς
πειρητίζω
πείρινθα
πείρω
πεῖσα
πεισθήσομαι
πεισίβροτος
πεισιχάλῑνος
πεῖσμα
πείσομαι
πείσομαι
πειστήριος
πειστικός
πεκτέω
πέκω
View word page
πεῖσα
πεῖσαηςfπείθω obedienceOd.

ShortDef

obedience

Debugging

Headword:
πεῖσα
Headword (normalized):
πεῖσα
Headword (normalized/stripped):
πεισα
IDX:
31707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31708
Key:
πεῖσα

Data

{'headword_display': '<b>πεῖσα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πεῖσα</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πείθω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>obedience</Tr><Au>Od.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πεῖσα'}