Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πεῖρας
πείρᾱσις
πειρασμός
πειραστικός
πειρᾱτήρια
πειρᾱτής
πειρᾱτικός
πειράω
πειρήνᾱς
πειρητίζω
πείρινθα
πείρω
πεῖσα
πεισθήσομαι
πεισίβροτος
πεισιχάλῑνος
πεῖσμα
πείσομαι
πείσομαι
πειστήριος
πειστικός
View word page
πείρινθα
πείρινθαacc.ινθοςf app.luggage-basketfor attaching to a carriageHom. AR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πείρινθα
Headword (normalized):
πείρινθα
Headword (normalized/stripped):
πειρινθα
IDX:
31705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31706
Key:
πείρινθα

Data

{'headword_display': '<b>πείρινθα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πείρινθα<Expl>acc.</Expl></HL><Infl>ινθος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Qualif>app.</Qualif><Tr>luggage-basket<Expl>for attaching to a carriage</Expl></Tr><Au>Hom. AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πείρινθα'}