Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
πειράομαι
πεῖραρ
πεῖρας
πείρᾱσις
πειρασμός
πειραστικός
πειρᾱτήρια
πειρᾱτής
πειρᾱτικός
πειράω
πειρήνᾱς
πειρητίζω
πείρινθα
πείρω
πεῖσα
πεισθήσομαι
πεισίβροτος
πεισιχάλῑνος
πεῖσμα
πείσομαι
πείσομαι
View word page
πειρήνᾱς
πειρήνᾱς
aor.ptcpl.
see
περαίνω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πειρήνᾱς
Headword (normalized):
πειρήνᾱς
Headword (normalized/stripped):
πειρηνας
IDX:
31703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31704
Key:
πειρήνᾱς
Data
{'headword_display': '<b>πειρήνᾱς</b>', 'content': '<XE><RefFm>πειρήνᾱς<LblR>aor.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>περαίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πειρήνᾱς'}