Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πειραίνω
πειράομαι
πεῖραρ
πεῖρας
πείρᾱσις
πειρασμός
πειραστικός
πειρᾱτήρια
πειρᾱτής
πειρᾱτικός
πειράω
πειρήνᾱς
πειρητίζω
πείρινθα
πείρω
πεῖσα
πεισθήσομαι
πεισίβροτος
πεισιχάλῑνος
πεῖσμα
πείσομαι
View word page
πειράω
πειράωcontr.vbsee underπειράομαι

ShortDef

to attempt, endeavour, try

Debugging

Headword:
πειράω
Headword (normalized):
πειράω
Headword (normalized/stripped):
πειραω
IDX:
31702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31703
Key:
πειράω

Data

{'headword_display': '<b>πειράω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πειράω</HL><PS>contr.vb</PS></HG><XR>see under<Ref>πειράομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πειράω'}