Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πειράζω
Πειραιεύς
πειραίνω
πειράομαι
πεῖραρ
πεῖρας
πείρᾱσις
πειρασμός
πειραστικός
πειρᾱτήρια
πειρᾱτής
πειρᾱτικός
πειράω
πειρήνᾱς
πειρητίζω
πείρινθα
πείρω
πεῖσα
πεισθήσομαι
πεισίβροτος
πεισιχάλῑνος
View word page
πειρᾱτής
πειρᾱτήςοῦm brigandPlb.piratePlb. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πειρᾱτής
Headword (normalized):
πειρᾱτής
Headword (normalized/stripped):
πειρατης
IDX:
31700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31701
Key:
πειρᾱτής

Data

{'headword_display': '<b>πειρᾱτής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πειρᾱτής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>brigand</Tr><Au>Plb.</Au></nS1><nS1><Tr>pirate</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πειρᾱτής'}