Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πεῖρα
πειράζω
Πειραιεύς
πειραίνω
πειράομαι
πεῖραρ
πεῖρας
πείρᾱσις
πειρασμός
πειραστικός
πειρᾱτήρια
πειρᾱτής
πειρᾱτικός
πειράω
πειρήνᾱς
πειρητίζω
πείρινθα
πείρω
πεῖσα
πεισθήσομαι
πεισίβροτος
View word page
πειρᾱτήρια
πειρᾱτήριαωνn.plπειράομαι trialfor murderE. πειρᾱτήςpirate-bandsPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πειρᾱτήρια
Headword (normalized):
πειρᾱτήρια
Headword (normalized/stripped):
πειρατηρια
IDX:
31699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31700
Key:
πειρᾱτήρια

Data

{'headword_display': '<b>πειρᾱτήρια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πειρᾱτήρια</HL><Infl>ων</Infl><PS>n.pl</PS><Ety><Ref>πειράομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>trial<Expl>for murder</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1> <nS1><Ety><Ref>πειρᾱτής</Ref></Ety><Tr>pirate-bands</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πειρᾱτήρια'}