Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποσκιασμός
ἀποσκίδναμαι
ἀποσκίμπτομαι
ἀποσκλῆναι
ἀποσκοπέω
ἀπόσκοπος
ἀποσκοτόομαι
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσκυθίζομαι
ἀποσκῡλεύω
ἀποσκώπτω
ἀποσοβέω
ἀποσπαράσσω
ἀπόσπασμα
ἀποσπάω
ἀποσπένδω
ἀποσπεύδω
ἀποσπογγίζω
ἀποσποδέω
ἀποσταδόν
ἀποστάζω
View word page
ἀπο-σκώπτω
ἀποσκώπτωvb thoroughly mocksomeonePl.

ShortDef

to banter, rally

Debugging

Headword:
ἀποσκώπτω
Headword (normalized):
ἀποσκώπτω
Headword (normalized/stripped):
αποσκωπτω
IDX:
316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-317
Key:
ἀποσκώπτω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-σκώπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>σκώπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>thoroughly mock</Tr><Obj>someone<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποσκώπτω'}