Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πειρᾱ́
πεῖρα
πειράζω
Πειραιεύς
πειραίνω
πειράομαι
πεῖραρ
πεῖρας
πείρᾱσις
πειρασμός
πειραστικός
πειρᾱτήρια
πειρᾱτής
πειρᾱτικός
πειράω
πειρήνᾱς
πειρητίζω
πείρινθα
πείρω
πεῖσα
πεισθήσομαι
View word page
πειραστικός
πειραστικόςή όνadjof dialecticexperimentalopp. cognitiveArist.

ShortDef

tentative

Debugging

Headword:
πειραστικός
Headword (normalized):
πειραστικός
Headword (normalized/stripped):
πειραστικος
IDX:
31698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31699
Key:
πειραστικός

Data

{'headword_display': '<b>πειραστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πειραστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of dialectic</Indic><Tr>experimental<Expl>opp. cognitive</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πειραστικός'}