Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πεινητικός
πειρᾱ́
πεῖρα
πειράζω
Πειραιεύς
πειραίνω
πειράομαι
πεῖραρ
πεῖρας
πείρᾱσις
πειρασμός
πειραστικός
πειρᾱτήρια
πειρᾱτής
πειρᾱτικός
πειράω
πειρήνᾱς
πειρητίζω
πείρινθα
πείρω
πεῖσα
View word page
πειρασμός
πειρασμόςοῦmπειράζω temptationto sinNT.by the DevilNT.

ShortDef

trial, temptation

Debugging

Headword:
πειρασμός
Headword (normalized):
πειρασμός
Headword (normalized/stripped):
πειρασμος
IDX:
31697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31698
Key:
πειρασμός

Data

{'headword_display': '<b>πειρασμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πειρασμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>πειράζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>temptation<Expl>to sin</Expl></Tr><Au>NT.</Au><nS2><Indic>by the Devil</Indic><Au>NT.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'πειρασμός'}