Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πειθαρχικός
πείθαρχος
πειθήνιος
πειθώ
πείθω
πείκω
πεῖν
πεῖνα
πεινᾱ́ω
πείνη
πεινητικός
πειρᾱ́
πεῖρα
πειράζω
Πειραιεύς
πειραίνω
πειράομαι
πεῖραρ
πεῖρας
πείρᾱσις
πειρασμός
View word page
πεινητικός
πεινητικόςή όνadjof a personwho deliberately goes hungryArist.

ShortDef

suffering from hunger

Debugging

Headword:
πεινητικός
Headword (normalized):
πεινητικός
Headword (normalized/stripped):
πεινητικος
IDX:
31687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31688
Key:
πεινητικός

Data

{'headword_display': '<b>πεινητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πεινητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>who deliberately goes hungry</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πεινητικός'}