Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πειθᾱ́νωρ
πειθαρχέω
πειθαρχίᾱ
πειθαρχικός
πείθαρχος
πειθήνιος
πειθώ
πείθω
πείκω
πεῖν
πεῖνα
πεινᾱ́ω
πείνη
πεινητικός
πειρᾱ́
πεῖρα
πειράζω
Πειραιεύς
πειραίνω
πειράομαι
πεῖραρ
View word page
πεῖνα
πεῖναfseeπείνη

ShortDef

hunger, famine

Debugging

Headword:
πεῖνα
Headword (normalized):
πεῖνα
Headword (normalized/stripped):
πεινα
IDX:
31684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31685
Key:
πεῖνα

Data

{'headword_display': '<b>πεῖνα</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πεῖνα</HL><PS>f</PS></HG><XR>see<Ref>πείνη</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πεῖνα'}