Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πειθανάγκη
πειθᾱ́νωρ
πειθαρχέω
πειθαρχίᾱ
πειθαρχικός
πείθαρχος
πειθήνιος
πειθώ
πείθω
πείκω
πεῖν
πεῖνα
πεινᾱ́ω
πείνη
πεινητικός
πειρᾱ́
πεῖρα
πειράζω
Πειραιεύς
πειραίνω
πειράομαι
View word page
πεῖν
πεῖνaor.2 inf.seeπῑ́νω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεῖν
Headword (normalized):
πεῖν
Headword (normalized/stripped):
πειν
IDX:
31683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31684
Key:
πεῖν

Data

{'headword_display': '<b>πεῖν</b>', 'content': '<XE><RefFm>πεῖν<LblR>aor.2 inf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>πῑ́νω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πεῖν'}