Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πεῖ
πειθανάγκη
πειθᾱ́νωρ
πειθαρχέω
πειθαρχίᾱ
πειθαρχικός
πείθαρχος
πειθήνιος
πειθώ
πείθω
πείκω
πεῖν
πεῖνα
πεινᾱ́ω
πείνη
πεινητικός
πειρᾱ́
πεῖρα
πειράζω
Πειραιεύς
πειραίνω
View word page
πείκω
πείκωep.vbsee πέκω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πείκω
Headword (normalized):
πείκω
Headword (normalized/stripped):
πεικω
IDX:
31682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31683
Key:
πείκω

Data

{'headword_display': '<b>πείκω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πείκω</HL><PS>ep.vb</PS></HG><XR>see <Ref>πέκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πείκω'}