Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πεζομάχος
πεζονομικός
πεζονόμος
πεζοπορέω
πεζός
πεῖ
πεῖ
πειθανάγκη
πειθᾱ́νωρ
πειθαρχέω
πειθαρχίᾱ
πειθαρχικός
πείθαρχος
πειθήνιος
πειθώ
πείθω
πείκω
πεῖν
πεῖνα
πεινᾱ́ω
πείνη
View word page
πειθαρχίᾱ
πειθαρχίᾱᾱςf obedienceA. S. Isoc. Pl. X. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πειθαρχίᾱ
Headword (normalized):
πειθαρχίᾱ
Headword (normalized/stripped):
πειθαρχια
IDX:
31676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31677
Key:
πειθαρχίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>πειθαρχίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πειθαρχίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>obedience</Tr><Au>A. S. Isoc. Pl. X. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πειθαρχίᾱ'}