Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀβέλτερος
ἀβίαστος
ἄβιος
ἀβίοτος
ἀβίωτος
ἀβλάβεια
ἀβλαβής
ἀβλαβίη
ἀβλεπτέω
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχρός
ἀβοᾱτί
ἀβοήθητος
ἀβολέω
ἄβολος
ἀβουκόλητος
ἀβουλέω
ἀβούλητος
ἀβουλίᾱ
ἄβουλος
View word page
ἄ-βλητος
βλητοςονadjβλητός of a warriornot struckw.dat.by a spearIl.

ShortDef

not hit

Debugging

Headword:
ἄβλητος
Headword (normalized):
ἄβλητος
Headword (normalized/stripped):
αβλητος
IDX:
3166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3167
Key:
ἄβλητος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-βλητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ<hyph/>βλητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βλητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a warrior</Indic><Tr>not struck<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>by a spear</Expl></Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄβλητος'}