Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πέδη
πεδήπομεν
πεδιακοί
πεδιάς
πεδιεινός
πεδιεῖς
πεδιήρης
πέδῑλον
πεδῑνός
πεδίον
πεδιονόμος
πεδοβᾱ́μων
πεδόθεν
πεδοιχνέω
πέδον
πέδορτος
πεδοστιβής
πεζᾷ
πέζα
πεζακοντιστής
πέζαρχος
View word page
πεδιο-νόμος
πεδιο-νόμοςονadjνέμω of deitiesinhabiting the plainsruralA.

ShortDef

dwelling in plains

Debugging

Headword:
πεδιονόμος
Headword (normalized):
πεδιονόμος
Headword (normalized/stripped):
πεδιονομος
IDX:
31646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31647
Key:
πεδιονόμος

Data

{'headword_display': '<b>πεδιο-νόμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πεδιο-νόμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νέμω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of deities</Indic><Def>inhabiting the plains</Def><Tr>rural</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πεδιονόμος'}