Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πεδέρχομαι
πεδέτροπε
πέδη
πεδήπομεν
πεδιακοί
πεδιάς
πεδιεινός
πεδιεῖς
πεδιήρης
πέδῑλον
πεδῑνός
πεδίον
πεδιονόμος
πεδοβᾱ́μων
πεδόθεν
πεδοιχνέω
πέδον
πέδορτος
πεδοστιβής
πεζᾷ
πέζα
View word page
πεδῑνός
πεδῑνόςadjseeπεδιεινός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεδῑνός
Headword (normalized):
πεδῑνός
Headword (normalized/stripped):
πεδινος
IDX:
31644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31645
Key:
πεδῑνός

Data

{'headword_display': '<b>πεδῑνός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πεδῑνός</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>πεδιεινός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πεδῑνός'}