Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
παχύτης
παχύφρων
Πᾱ́ων
πεδά
πέδαι
πεδαίρω
πεδαυγάζω
πεδάω
πεδεινός
πεδέρχομαι
πεδέτροπε
πέδη
πεδήπομεν
πεδιακοί
πεδιάς
πεδιεινός
πεδιεῖς
πεδιήρης
πέδῑλον
πεδῑνός
πεδίον
View word page
πεδέτροπε
πεδέτροπε
Aeol.3sg.aor.2
see
μετατρέπω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πεδέτροπε
Headword (normalized):
πεδέτροπε
Headword (normalized/stripped):
πεδετροπε
IDX:
31635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31636
Key:
πεδέτροπε
Data
{'headword_display': '<b>πεδέτροπε</b>', 'content': '<XE><RefFm>πεδέτροπε<LblR>Aeol.3sg.aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μετατρέπω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πεδέτροπε'}