Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παυσίπονος
παυστήρ
παυστήριος
παυσωλή
παύω
Πάφιος
παφλάζω
παφλάσματα
Πάφος
πάχετος
πάχιστος
πάχνη
παχνόω
πάχος
παχύδερμος
παχύκνημος
παχυλῶς
παχῡ́νω
παχύς
πᾶχυς
παχύτης
View word page
πάχιστος
πάχιστοςep.superl.adjseeπαχύς

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πάχιστος
Headword (normalized):
πάχιστος
Headword (normalized/stripped):
παχιστος
IDX:
31615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31616
Key:
πάχιστος

Data

{'headword_display': '<b>πάχιστος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πάχιστος</HL><PS>ep.superl.adj</PS></HG><XR>see<Ref>παχύς</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πάχιστος'}