Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πατρίκιος
πατρικός
πάτριος
πατρίς
πατριώτης
πατρόθεν
πατροκασίγνητος
πατροκτονέω
πατροκτονίᾱ
πατροκτόνος
πατρονομέομαι
πατρονομική
πατροπάτωρ
πατροστερής
πατροῦχος
πατροφονεύς
πατροφόνος
πατροφόντης
πατρωιοῦχος
πατρῷος
πάτρως
View word page
πατρο-νομέομαι
πατρο-νομέομαιpass.contr.vbνέμωνόμος of a peoplebe governed with paternal authorityby a rulerPl. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πατρονομέομαι
Headword (normalized):
πατρονομέομαι
Headword (normalized/stripped):
πατρονομεομαι
IDX:
31584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31585
Key:
πατρονομέομαι

Data

{'headword_display': '<b>πατρο-νομέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πατρο-νομέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>νέμω</Ref><Ref>νόμος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a people</Indic><Tr>be governed with paternal authority<Expl>by a ruler</Expl></Tr><Au>Pl. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πατρονομέομαι'}