Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πατριᾱ́
πατριάρχης
πατρίδιον
πατρίκιος
πατρικός
πάτριος
πατρίς
πατριώτης
πατρόθεν
πατροκασίγνητος
πατροκτονέω
πατροκτονίᾱ
πατροκτόνος
πατρονομέομαι
πατρονομική
πατροπάτωρ
πατροστερής
πατροῦχος
πατροφονεύς
πατροφόνος
πατροφόντης
View word page
πατροκτονέω
πατροκτονέωcontr.vbπατροκτόνος killanother'sfatherbe a father-killerA.

ShortDef

to murder one's father

Debugging

Headword:
πατροκτονέω
Headword (normalized):
πατροκτονέω
Headword (normalized/stripped):
πατροκτονεω
IDX:
31581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31582
Key:
πατροκτονέω

Data

{'headword_display': '<b>πατροκτονέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>πατροκτονέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>πατροκτόνος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>kill<Prnth>another's</Prnth>father</Def><Tr>be a father-killer</Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'πατροκτονέω'}