Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πάτρη
πατριᾱ́
πατριάρχης
πατρίδιον
πατρίκιος
πατρικός
πάτριος
πατρίς
πατριώτης
πατρόθεν
πατροκασίγνητος
πατροκτονέω
πατροκτονίᾱ
πατροκτόνος
πατρονομέομαι
πατρονομική
πατροπάτωρ
πατροστερής
πατροῦχος
πατροφονεύς
πατροφόνος
View word page
πατρο-κασίγνητος
πατρο-κασίγνητοςουm father's brotheruncleHom. Hes. hHom.

ShortDef

a father's brother

Debugging

Headword:
πατροκασίγνητος
Headword (normalized):
πατροκασίγνητος
Headword (normalized/stripped):
πατροκασιγνητος
IDX:
31580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31581
Key:
πατροκασίγνητος

Data

{'headword_display': '<b>πατρο-κασίγνητος</b>', 'content': "<NE><HG><HL>πατρο-κασίγνητος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>father's brother</Def><Tr>uncle</Tr><Au>Hom. Hes. hHom.</Au></nS1></NE>", 'key': 'πατροκασίγνητος'}