Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκρᾱτοποσίᾱ
ἀκρᾱτοπότης
ἄκρᾱτος
αββα
Ἄβδηρα
ἀβέβαιος
ἀβεβαιότης
ἀβέβηλος
ἀβελτερίᾱ
ἀβέλτερος
ἀβίαστος
ἄβιος
ἀβίοτος
ἀβίωτος
ἀβλάβεια
ἀβλαβής
ἀβλαβίη
ἀβλεπτέω
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχρός
View word page
ἀ-βίαστος
ἀ-βίαστοςονadjβιάζομαι of airnot under pressurePl.

ShortDef

unforced, without violence

Debugging

Headword:
ἀβίαστος
Headword (normalized):
ἀβίαστος
Headword (normalized/stripped):
αβιαστος
IDX:
3157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3158
Key:
ἀβίαστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-βίαστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-βίαστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βιάζομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of air</Indic><Tr>not under pressure</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀβίαστος'}