Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκρᾱτίζομαι
ἀκρᾱ́τιστος
ἀκρᾱτοποσίᾱ
ἀκρᾱτοπότης
ἄκρᾱτος
αββα
Ἄβδηρα
ἀβέβαιος
ἀβεβαιότης
ἀβέβηλος
ἀβελτερίᾱ
ἀβέλτερος
ἀβίαστος
ἄβιος
ἀβίοτος
ἀβίωτος
ἀβλάβεια
ἀβλαβής
ἀβλαβίη
ἀβλεπτέω
ἀβλής
View word page
ἀβελτερίᾱ
ἀβελτερίᾱᾱςfἀβέλτερος stupidity, follyPl. Aeschin. D.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀβελτερίᾱ
Headword (normalized):
ἀβελτερίᾱ
Headword (normalized/stripped):
αβελτερια
IDX:
3155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3156
Key:
ἀβελτερίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀβελτερίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀβελτερίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀβέλτερος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>stupidity, folly</Tr><Au>Pl. Aeschin. D.<NBPlus/></Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀβελτερίᾱ'}