Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκρατευτικός
ἀκρατής
ἀκρᾱτίζομαι
ἀκρᾱ́τιστος
ἀκρᾱτοποσίᾱ
ἀκρᾱτοπότης
ἄκρᾱτος
αββα
Ἄβδηρα
ἀβέβαιος
ἀβεβαιότης
ἀβέβηλος
ἀβελτερίᾱ
ἀβέλτερος
ἀβίαστος
ἄβιος
ἀβίοτος
ἀβίωτος
ἀβλάβεια
ἀβλαβής
ἀβλαβίη
View word page
ἀβεβαιότης
ἀβεβαιότηςητοςf unreliabilityof a person, fortunePlb.

ShortDef

instability

Debugging

Headword:
ἀβεβαιότης
Headword (normalized):
ἀβεβαιότης
Headword (normalized/stripped):
αβεβαιοτης
IDX:
3153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3154
Key:
ἀβεβαιότης

Data

{'headword_display': '<b>ἀβεβαιότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀβεβαιότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>unreliability<Expl>of a person, fortune</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀβεβαιότης'}