Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πάρστην
παρτίθημι
παρυπομιμνήσκω
παρυφαίνω
παρφαίνω
παρφάμεν
πάρφασις
παρφέρω
παρφεύγω
πάρφρων
παρφυκτός
παρῳδίᾱ
παρῳδός
παρωθέω
παρωκεάνιος
παρωνυμιάζομαι
παρωνύμιος
παρωνυχίᾱ
παρώρεια
παρωροφίς
πᾶς
View word page
παρφυκτός
παρφυκτόςόνdial.adjπαραφεύγω of fate, in neg.phr.to be escapedavoidedPi.

ShortDef

avoidable

Debugging

Headword:
παρφυκτός
Headword (normalized):
παρφυκτός
Headword (normalized/stripped):
παρφυκτος
IDX:
31522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31523
Key:
παρφυκτός

Data

{'headword_display': '<b>παρφυκτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παρφυκτός</HL><Infl>όν</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>παραφεύγω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of fate, in neg.phr.</Indic><Tr>to be escaped<or/>avoided</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παρφυκτός'}