Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρσενικᾱ́
πάρστην
παρτίθημι
παρυπομιμνήσκω
παρυφαίνω
παρφαίνω
παρφάμεν
πάρφασις
παρφέρω
παρφεύγω
πάρφρων
παρφυκτός
παρῳδίᾱ
παρῳδός
παρωθέω
παρωκεάνιος
παρωνυμιάζομαι
παρωνύμιος
παρωνυχίᾱ
View word page
παρφέρω
παρφέρωdial.vbseeπαραφέρω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρφέρω
Headword (normalized):
παρφέρω
Headword (normalized/stripped):
παρφερω
IDX:
31519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31520
Key:
παρφέρω

Data

{'headword_display': '<b>παρφέρω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>παρφέρω</HL><PS>dial.vb</PS></HG><XR>see<Ref>παραφέρω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'παρφέρω'}