Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρρησιάζομαι
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρσενικᾱ́
πάρστην
παρτίθημι
παρυπομιμνήσκω
παρυφαίνω
παρφαίνω
παρφάμεν
πάρφασις
παρφέρω
παρφεύγω
πάρφρων
παρφυκτός
παρῳδίᾱ
παρῳδός
παρωθέω
παρωκεάνιος
παρωνυμιάζομαι
παρωνύμιος
View word page
πάρφασις
πάρφασιςep.fseeπαραίφασις

ShortDef

misrepresentation

Debugging

Headword:
πάρφασις
Headword (normalized):
πάρφασις
Headword (normalized/stripped):
παρφασις
IDX:
31518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31519
Key:
πάρφασις

Data

{'headword_display': '<b>πάρφασις</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πάρφασις</HL><PS>ep.f</PS></HG><XR>see<Ref>παραίφασις</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πάρφασις'}