Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παρόψομαι
παροψωνέω
παροψώνημα
παρπεπιθών
παρπέταμαι
παρπόδιος
παρραλίη
παρρησίᾱ
παρρησιάζομαι
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρσενικᾱ́
πάρστην
παρτίθημι
παρυπομιμνήσκω
παρυφαίνω
παρφαίνω
παρφάμεν
πάρφασις
παρφέρω
παρφεύγω
View word page
παρρησιαστικός
παρρησιαστικόςή όνadj of a type of personfree-spoken, outspokenArist.

ShortDef

freespoken

Debugging

Headword:
παρρησιαστικός
Headword (normalized):
παρρησιαστικός
Headword (normalized/stripped):
παρρησιαστικος
IDX:
31510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31511
Key:
παρρησιαστικός

Data

{'headword_display': '<b>παρρησιαστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>παρρησιαστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a type of person</Indic><Tr>free-spoken, outspoken</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'παρρησιαστικός'}