Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

παροχετεύω
παροχή
πάροχος
παροψίς
παρόψομαι
παροψωνέω
παροψώνημα
παρπεπιθών
παρπέταμαι
παρπόδιος
παρραλίη
παρρησίᾱ
παρρησιάζομαι
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρσενικᾱ́
πάρστην
παρτίθημι
παρυπομιμνήσκω
παρυφαίνω
παρφαίνω
View word page
παρραλίη
παρραλίηep.Ion.fseeπαράλιος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρραλίη
Headword (normalized):
παρραλίη
Headword (normalized/stripped):
παρραλιη
IDX:
31506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-31507
Key:
παρραλίη

Data

{'headword_display': '<b>παρραλίη</b>', 'content': '<XE><HG><HL>παρραλίη</HL><PS>ep.Ion.f</PS></HG><XR>see<Ref>παράλιος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'παρραλίη'}